Λύκος
Ο Λύκος είναι θηλαστικό της τάξης των Σαρκοφάγων. Έχει κοινή καταγωγή με τον σκύλο και θεωρείται πρόγονος όλων των ειδών σκύλων που υπάρχουν σήμερα. Οι λύκοι ήταν κάποτε άφθονοι και κατοικούσαν σε όλη σχεδόν τη Βόρεια Αμερική, την Ευρασία και τη Μέση Ανατολή, και έως πριν λίγους αιώνες ήταν το θηλαστικό με τη μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση στη Γη. Σήμερα, για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν με την εξάπλωση και τη δραστηριότητα του ανθρώπου, που συνεπάγεται την καταστροφή των τόπων διαβίωσης των λύκων, αλλά και το εκτεταμένο κυνήγι εναντίον τους, οι λύκοι υπάρχουν μόνο σε ένα πολύ μικρό κομμάτι της προηγούμενης ζώνης εξάπλωσής τους.Ο λύκος φέρει αρκετά από τα ανατομικά χαρακτηριστικά του σκύλου. Ο λαιμός του ωστόσο είναι μεγαλύτερος ως προς την περιφέρεια και περισσότερο δυσκίνητος. Το κρανίο του είναι μεγάλο σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα του και διαθέτει συνολικά 42 δόντια με χαρακτηριστικούς μεγάλους κυνόδοντες και εξαιρετικά δυνατό δάγκωμα. Το μήκος ενός μέσου αντιπροσώπου του είδους κυμαίνεται από 1 - 1,50 m και το ύψος του 65 - 90 cm, με αντίστοιχο βάρος 30 - 50 κιλά. Το τρίχωμά του έχει φαιά απόχρωση κατά τη διάρκεια του χειμώνα και φαιοκίτρινη το καλοκαίρι. Επίσης, έχει φουντωτή μακριά ουρά
Το κόκκινο ελάφι
Η ονομασία κόκκινο οφείλεται στο καφε-κόκκινο χρώμα του τριχώματος και έχει δοθεί στο ελάφι αυτό, για να ξεχωρίζει από το άλλο είδος ελαφιού της Ελλάδας, το πλατώνι. Το κόκκινο ελάφι υπάρχει σε όλη την έκταση του Δρυμού. Τον χειμώνα κατεβαίνει σε περιοχές με μικρότερο υψόμετρο για αναζήτηση τροφής. Το φθινόπωρο, που είναι η περίοδος αναπαραγωγής του, οι φωνές των ενήλικων αρσενικών που καλούν τα θηλυκά, ακούγονται σε όλο το βουνό.Το θηλυκό ελάφι δεν έχει κέρατα και γεννάει την άνοιξη συνήθως ένα μικρό. Το νεαρό ελάφι φέρει άσπρες βούλες, οι οποίες χάνονται όσο μεγαλώνει. Τα αρσενικά μόνο έχουν κέρατα, που όταν βγαίνουν έχουν ένα βελούδινο περίβλημα, το οποίο προσπαθούν να αποβάλλουν τρίβοντας τα κέρατά τους στα δέντρα. Όταν τα κέρατα αναπτυχθούν τελείως, πέφτουν και βγαίνουν νέα κάθε χρόνο.Το ελάφι είναι φυτοφάγο ζώο και τρέφεται κυρίως με πόες, νεαρά κλαδιά από θάμνους και δένδρα, καρπούς, φρούτα και μανιτάρια. Παραμένει κοντά σε πηγές και ρέματα και του αρέσουν πολύ οι λάσπες, στις οποίες κυλιέται για να αποβάλλει τα παράσιτα.
Φώκια μονάχους
Η φώκια μοναχός είναι γένος της οικογένειας των φωκιδών. Πρόκειται για τις μοναδικές φώκιες που ζουν καθ' όλο το έτος σε χαμηλό γεωγραφικό πλάτος, σε τροπικές και υποτροπικές θάλασσες. Είναι πολύ σπάνιες και ολόκληρο το γένος απειλείται από εξαφάνιση, ενώ τα δύο είδη που επιβιώνουν μέχρι σήμερα πάσχουν από περιορισμένη γενετική ποικιλομορφία.Τα τρία είδη του γένους είναι τα εξής:η μεσογειακή φώκια μοναχός (Monachus monachus) (Hermann 1779) ,η φώκια μοναχός της Χαβάης (Monachus schauinslandi) (Matschie 1905),η φώκια μοναχός της Καραϊβικής (Monachus tropicalis) (Gray 1850) (έχει εξαλειφθεί)..Είναι άγνωστο γιατί ονομάστηκε «μοναχός». Πιθανολογείται πως έγινε λόγω εμφανίσεως: οι δίπλες που σχηματίζει στο δέρμα της στην περιοχή του λαιμού, ίσως θυμίζουν τις πτυχές από την κουκούλα και το ράσο των μοναχών.
Χελώνα καρέτα καρέτα
Η θαλάσσια χελώνα καρέτα εμφανίστηκε στη γη πριν από δεκάδες εκατομμύρια χρόνια και αποτελεί μια από τις πιο επιτυχημένες μορφές ζωής στην ιστορία του πλανήτη μας.Eίναι το μόνο είδος θαλάσσιας χελώνας που αναπαράγεται στην Eλλάδα, όπου βρίσκονται οι πιο σημαντικοί βιότοποί της στη Mεσόγειο.H καρέτα είναι ερπετό που έχει προσαρμοστεί βιολογικά στο θαλάσσιο περιβάλλον. Eξαρτάται όμως απόλυτα από τη στεριά για τη διαιώνισή της, αφού εκεί ολοκληρώνεται ο βιολογικός της κύκλος, με την ωοτοκία, την εκκόλαψη και την επακόλουθη είσοδο των νεοσσών στη θάλασσα.Όπως και τα άλλα είδη θαλάσσιων χελωνών, η καρέτα αναπνέει με πνεύμονες. Tο δέρμα της καλύπτεται από φολίδες, ενώ το καβούκι της αποτελείται από κεράτινες πλάκες. H μεσογειακή καρέτα ζυγίζει περίπου 90 κιλά και το μήκος της φτάνει το ένα μέτρο. Tρέφεται με θαλάσσια φυτά και ασπόνδυλα -ιδιαίτερη είναι η προτίμησή της στις τσούχτρες.Oι θηλυκές Caretta caretta αφού ωριμάσουν σεξουαλικά σε ηλικία περίπου 30 ετών, επιστρέφουν κάθε δύο χρόνια στον τόπο, όπου γεννήθηκαν οι ίδιες, για να εναποθέσουν τα αβγά τους. –ροτιμούν τις αμμώδεις παραλίες με ήπιες κλίσεις και χωρίς εμπόδια, όπου η άμμος έχει τα κατάλληλα χαρακτηριστικά υφής και μεγέθους και πληροί τις προϋποθέσεις θερμοκρασίας και υγρασίας, που είναι απαραίτητες για την επώαση.Γεννάνε τους καλοκαιρινούς μήνες βγαίνοντας δύο ως τέσσερις φορές στην παραλία αργά το βράδυ.H εκκόλαψη διαρκεί δύο μήνες. Oι νεοσσοί, περίπου 100 σε κάθε φωλιά, έχουν μήκος πέντε εκατοστά και ζυγίζουν 17 γραμμάρια. Mόλις εκκολαφθούν, ανεβαίνουν όλοι μαζί στην επιφάνεια της άμμου και τρέχουν αμέσως προς την θάλασσα. Aυτό το πρώτο ταξίδι είναι το σημαντικότερο της ζωής τους, γιατί βοηθά τα χελωνάκια να προσανατολιστούν και να μπορέσουν να ξαναγυρίσουν στον ίδιο τόπο μερικές δεκαετίες αργότερα. Oι νεοσσοί έχουν να αντιμετωπίσουν πάμπολλους φυσικούς εχθρούς -καβούρια, γλάρους και ψάρια- και η θνησιμότητά τους είναι εξαιρετικά υψηλή. Yπολογίζεται ότι σε κάθε χίλια χελωνάκια επιζεί και ενηλικιώνεται μόνο ένα
Μαυρόγυπας
Ο Μαυρόγυπας είναι είδος γύπα, που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Ο Μαυρόγυπας έχει χαρακτηριστικό σκουρόχρωμο παρουσιαστικό και δύσκολα συγχέεται με τους άλλους γύπες.Ολόκληρο το σώμα είναι σκούρο καφέ με εξαίρεση το χλωμό κεφάλι στα ενήλικα άτομα, το οποίο καλύπτεται από λεπτά πούπουλα. Τα νεαρά είναι ακόμη πιο μαυριδερά στο χρώμα και, από απόσταση, κατά την πτήση, δίνουν την εντύπωση ότι όλα τα άτομα (ενήλικα και νεαρά) είναι μαύρα.Το ευμέγεθες μπλε-γκρι ράμφος είναι το μεγαλύτερο από κάθε άλλο αρπακτικό πτηνό, ένα χαρακτηριστικό που ενισχύεται από το σχετικά μέτριο κρανίο. Τα ρουθούνια είναι κυκλικά.
Το κεφάλι καλύπτεται στο πίσω μέρος από χαρακτηριστική καστανόμαυρη χαίτη (τραχηλιά), ενώ κάποια οπίσθια τμήματα του τραχήλου και των παρειών είναι γαλαζωπά. Τα πόδια είναι ασπροκίτρινα και το κήρωμα είναι γαλαζωπό ή ανοιχτό μωβ.ο Μαυρόγυπας τρώει κυρίως θνησιμαία (ψοφίμια), που κυμαίνονται από τα μεγαλύτερα θηλαστικά, μέχρι ψάρια και ερπετά. Στο Θιβέτ, ανάμεσα στα πτώματα από άγρια και οικόσιτα γιακ, γαζέλες, λαγούς, μαρμότες και πρόβατα, περιλαμβάνονται ακόμη και εκείνα ανθρώπων.
Το κεφάλι καλύπτεται στο πίσω μέρος από χαρακτηριστική καστανόμαυρη χαίτη (τραχηλιά), ενώ κάποια οπίσθια τμήματα του τραχήλου και των παρειών είναι γαλαζωπά. Τα πόδια είναι ασπροκίτρινα και το κήρωμα είναι γαλαζωπό ή ανοιχτό μωβ.ο Μαυρόγυπας τρώει κυρίως θνησιμαία (ψοφίμια), που κυμαίνονται από τα μεγαλύτερα θηλαστικά, μέχρι ψάρια και ερπετά. Στο Θιβέτ, ανάμεσα στα πτώματα από άγρια και οικόσιτα γιακ, γαζέλες, λαγούς, μαρμότες και πρόβατα, περιλαμβάνονται ακόμη και εκείνα ανθρώπων.